στερεοφωτογραφία

στερεοφωτογραφία
η, Ν
ταυτόχρονη λήψη δύο φωτογραφιών τού ίδιου αντικειμένου για στερεοσκοπική χρήση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stereophotography (< στερεός + φωτογραφία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στερεοφωτογραφικός — ή, ό, Ν [στερεοφωτογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεοφωτογραφία …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”